Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαργιόλος -α, μαργιόλικος -ή

ο πονηρός, ο πανούργος ο κατεργάρης, ο εύστροφος, ο ναζιάρης, παιγνιδιάρης.
Δημ. τραγούδι : Σε γάμους τραγουδούν σε νέο και ανύπαντρο: “Για ιδές το μαργιόλικο και το μαργιολεμένο / πώς το φορά το φέσι του, λες κι είναι μεθυσμένο. / Μα ΄κειο δεν είναι μέθυσμα μάειδε κρασοπιωμένο, / η αγάπη το βαλάντωσε κι είναι βαλαντωμένο.”
Το επίθετο μαργιόλικος δίνεται και σε αντικείμενα, κουζινικά σκεύη κα. Σε καταγραφή του 1722, Νο 164 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “και 1 γαδίνο (=βαθύ πήλινο πιάτο) μαργιόλικο”.
Επίσης μαργιόλες λένε τις γυναίκες, που κάνουν πονηριές, νάζια, καπρίτσια, τις γυναίκες που αποκαλούν “πορτογύρες” και τις θεωρούν επίμεμπτης διαγωγής.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.