μαρασκέλο (το)
ο κουβάς: σκεύος να βγάνομε νερό από το πηγάδι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαρασκέλο /τὸ/ (Ἰ. maresco -ello) = σκεῦος ἀντλήσεως ὕδατος ἐκ φρέατος, κουβᾶς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο κουβάς: σκεύος να βγάνομε νερό από το πηγάδι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαρασκέλο /τὸ/ (Ἰ. maresco -ello) = σκεῦος ἀντλήσεως ὕδατος ἐκ φρέατος, κουβᾶς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης