μαντζάρα ή μαστέλλα (η)
- καπάσα (πίθος πήλινος) ή ξυλοβάρελο που το χρησιμοποιούσαν οι παλιοί στα λιτρουβειά για να βάνουν για προσωρινή φύλαξη λάδι των πελατών τους.
- σκεύος ξύλινο με το οποίο μετέφεραν το ζυμάρι των ελιών απ΄ τ΄ αλώνι στην κάδη του πάγκου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαντζάρα /ἡ/ (Ἰ. mezzana, Τ. μανδζάνα) = πίθος ξύλινος ἢ πήλινος ἐλαιοτριβείου πρὸς προσωρινὴν ἀπόθεσιν ἐλαίου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης