Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαντζάρα ή μαστέλλα (η)

  1. καπάσα (πίθος πήλινος) ή ξυλοβάρελο που το χρησιμοποιούσαν οι παλιοί στα λιτρουβειά για να βάνουν για προσωρινή φύλαξη λάδι των πελατών τους.
  2. σκεύος ξύλινο με το οποίο μετέφεραν το ζυμάρι των ελιών απ΄ τ΄ αλώνι στην κάδη του πάγκου.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μαντζάρα /ἡ/ (Ἰ. mezzana, Τ. μανδζάνα) = πίθος ξύλινος ἢ πήλινος ἐλαιοτριβείου πρὸς προσωρινὴν ἀπόθεσιν ἐλαίου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.