μαντσίνα (η)
- γερανός, βαρούλκο
- το αριστερό χέρι του αριστερόχειρα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαντσίνα /ἡ/ (Ἰ. mancina) = ἡ ἀριστερὰ χεὶρ τοῦ ἀριστερόχειρος (Ἀγ. machine, Τ. ματσοῦνα) = γερανός, βαροῦλκον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης