μάντσια (η)
καυγάς, φασαρία, επίθεση. μτφ: εμβατήριο, από παραφθορά του ιταλικού marcia (Ματαφιάς Πάνος)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μάντσια /ἡ/ (Ἰ. mancia) = σκηνή, ἐπεισόδιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης