Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαντεύει

Μαντεύει § ἀπρόσ. ἐπὶ φυτῶν ἢ καρπῶν, ὅταν μόλις ἐμφανίζωνται. Π. ἐμάντεψαν τὰ σῦκα = ἤρχισαν νὰ ἐμφανίζωνται.

Σημ. Ὀφθαλμοὺς ἐκάλουν οἱ ἀρχαῖοι τὰ παρ᾿ ἡμῖν ὀμμάτια τῶν φυτῶν· ὅθεν τὸ μαντεύει εἶνε κατὰ παραφθορὰν ἀντὶ τοῦ ὀμματεύει.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.