μαντάω
μαντεύω. φράση: “δε μαντά, δε μαντάς” – “αν μαντάς, τι έχω μέσα στο σακούλι …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαντάω (μάντις -εύω) = μαντεύω, προγιγνώσκω: «σὰ μαντᾶς ποιὸς ἦρτε».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης