μαντανία (η)
ανοιχτόχρωμο μάλλινο κρεβατοσκέπασμα, με στημόνι μπαμπακερό και υφάδι μάλλινο. Υφαίνεται στον χωριάτικο αργαλειό σε ωραίους συνδυασμούς γεωμετρικών σχημάτων, διπλής όψεως. Το επικρατέστερο υφαντικό μοτίβο της είναι ο ανεμόμυλος. Γι΄ αυτό λένε: “μαντανία με ανεμόμυλους”. [Σημ.: Σε πολλές περιοχές τις νεροτριβές, δηλ. τους μύλους, που επεξεργάζονται τα μάλλινα υφάσματα του αργαλειού, κλινοσκεπάσματα κ.α. τα λένε μαντάνια. Απ΄ αυτό πήρε το όνομα της και η μαντανία. Η λέξη μαντάνι είναι ισπανική και οι τεχνίτες του μαντανιού εκεί λέγονται μαντανιέρος. Την ονομασία την μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη οι Εβραίοι του Τολέδο, κι από κει μάλλον την πήραμε κι εμείς.]
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαντανί(δ)α /ἡ/ (Τ. bατανία) = μάλλινον ἐγχώριον κλινοσκέπασμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μαντανίες, οι: είδος μάλλινων υφαντών κλινοσκεπασμάτων ή αλλιώς χοντροσκούτια. Τα μάλλινα υφαντά χοντροσκούτια (βελέτζες, μαντανίες, σαγιάσματα, τάπητες, φλοκάτες), τα τοποθετούσαν στο Μαντάνι ή στα Μαντάνια (μηχανή νεροτριβής κινούμενη με τεχνητό καταρράκτη), προκειμένου να υποστούν επεξεργασία, (αρχ. μαδάω-ώ=διαρρέω, διαβρώνομαι από την υγρασία, χάνω τα μαλλιά μου, ρίζα μάδ-, μάντ- και μαδός,ή,όν = ο μαδαρός, λατ. madeo = είμαι υγρός, στάζω ).
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα