Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μάνα

εκτός από την πασίγνωστη έννοια της, η λέξη χρησιμοποιείται και σε άλλες περιπτώσεις τελείως άσχετες με την κύρια σημασία της.

  1. Μάνα π.χ. λένε ένα από τα βασικότερα τμήματα-κομμάτια πανιού με τα οποία συναρμολογείται (ράβεται) το χωριάτικο πουκάμισο του αργαλειού. Μάνα λοιπόν είναι το μεσαίο φύλλο που σ΄ αυτό έκαναν την τραχηλιά. Το άλλο σημαντικό κομμάτι είναι το αναγκιόλι.
  2. μάνα του πηγαδιού, η νερομάνα
  3. χρησιμοποιείται απ΄τα παιδιά στα παιχνίδια τους.
  4. το γαλακτώδες υγρό που τρέχει από χαρακές του φλοιού της μελιάς (φράξου). Χρησιμοποιούνταν και ως καθαρτικό για παιδιά.
  5. το φυτό κόπειρον το εδώδιμον (κύπερη)
  6. η λέξη χρησιμοποιείται και με πολλές άλλες έννοιες στις καλλιέργειες, στην κτηνοτροφία κλπ.

Παροιμίες: “Έχουν τ΄ αντρόγυνα χολή, έχουν τα αδέρφια μάχη / έχει κι η μάνα με παιδί, ώσπου να βγει και νάμπει” – “¨Η μάνα είναι ζάχαρη, η μάνα είναι μέλι / η μάνα είναι κλειδωνιά, κασέλα κλειδωμένη” – “Η μάνα φκιάνει το παιδί κι η μάνα το χαλάει” – “Όποιος δεν ακούει τη μάνα / θέλει τρεις και την κοπάνα”. κ.α.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μάνα (μάμμη, μαννάριον) = ἡ μητέρα (μανὸς) = ἕκαστον τῶν βασικῶν ὀρθογωνίων τμημάτων ὑφάσματος ἐξ ὧν συρράπτεται τὸ ἐγχώριον γυναικεῖον ὑποκάμισον. (βλ. λ. ἀναγκιόλι).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.