μάνα
εκτός από την πασίγνωστη έννοια της, η λέξη χρησιμοποιείται και σε άλλες περιπτώσεις τελείως άσχετες με την κύρια σημασία της.
- Μάνα π.χ. λένε ένα από τα βασικότερα τμήματα-κομμάτια πανιού με τα οποία συναρμολογείται (ράβεται) το χωριάτικο πουκάμισο του αργαλειού. Μάνα λοιπόν είναι το μεσαίο φύλλο που σ΄ αυτό έκαναν την τραχηλιά. Το άλλο σημαντικό κομμάτι είναι το αναγκιόλι.
- μάνα του πηγαδιού, η νερομάνα
- χρησιμοποιείται απ΄τα παιδιά στα παιχνίδια τους.
- το γαλακτώδες υγρό που τρέχει από χαρακές του φλοιού της μελιάς (φράξου). Χρησιμοποιούνταν και ως καθαρτικό για παιδιά.
- το φυτό κόπειρον το εδώδιμον (κύπερη)
- η λέξη χρησιμοποιείται και με πολλές άλλες έννοιες στις καλλιέργειες, στην κτηνοτροφία κλπ.
Παροιμίες: “Έχουν τ΄ αντρόγυνα χολή, έχουν τα αδέρφια μάχη / έχει κι η μάνα με παιδί, ώσπου να βγει και νάμπει” – “¨Η μάνα είναι ζάχαρη, η μάνα είναι μέλι / η μάνα είναι κλειδωνιά, κασέλα κλειδωμένη” – “Η μάνα φκιάνει το παιδί κι η μάνα το χαλάει” – “Όποιος δεν ακούει τη μάνα / θέλει τρεις και την κοπάνα”. κ.α.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μάνα (μάμμη, μαννάριον) = ἡ μητέρα (μανὸς) = ἕκαστον τῶν βασικῶν ὀρθογωνίων τμημάτων ὑφάσματος ἐξ ὧν συρράπτεται τὸ ἐγχώριον γυναικεῖον ὑποκάμισον. (βλ. λ. ἀναγκιόλι).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης