μαλλιοβράση (η)
φασαρία, κακό, μπελάς.
φράση: “Πιάστηκαν οι γειτόνισσες κι έγινε μαλλιοβράση”.
Ίσως παραφθορά της φράσης “μάλε-βράσε” που κατά τον Ν.Π Ανδριώτη , είναι από τη φράση: βάλε-βράσε με ανομοίωση του πρώτου β. Κατ΄ άλλους από τη φράση “βράση της μαλιούς” (=φιλονικίας).