μαλλιοκουνάω
Μαλλιοκ(ου)νάω (μαλλὸς-κινῶ) = κινῶ κρατῶν ἀπὸ τῆς κόμης, ἐπιπλήττω δριμέως. Μαλλιοκνάω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μαλλιοκ(ου)νάω (μαλλὸς-κινῶ) = κινῶ κρατῶν ἀπὸ τῆς κόμης, ἐπιπλήττω δριμέως. Μαλλιοκνάω