μαγαρίζω -ομαι
λερώνω με ακαθαρσίες έναν τόπο. φράση: “Αυτό το παλιόσκυλο εμαγάρισε τον τόπο” – “εμαγάρισε την πόρτα της εκκλησιάς” – “Είναι μαγαρισμένος αυτός ο τόπος”.
Μαγαρισμένος -η, λέγεται ο αμαρτωλός, ο υπόπτου ηθικής, ο κλέφτης κλπ. “Εκείνη η μαγαρισμένη γυναίκα εμπήκε και μας έκλεψε”.
Μαγαρίζουν τις τροφές και τους χώρους του σπιτιού τα ποντίκια και οι γάτες.
Βρισιά: “Μωρέ μαγαρισμένε …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαγαρίζω (Μέγαρον, Σ. μαgάρε, Ἰ. machiare) = μολύνω, μιαίνω, λερώνω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
«Μαγάρ(ι)σε τ’ όνομά τ’ς»: Μαγάρισε, διαπομπεύτηκε, λέρωσε το όνομά της. Εκ του ρ. μάσσω-μάττω-μάξω-έμαξα, ρίζα ΜΑΓ. Το ρ. μάσσω αντί μαγ-σω = χειρίζομαι, ζυμώνω, λερώνω τα χέρια μου με άλευρα και μεταφορικά και τ’ όνομα. Μία δεύτερη εκδοχή (κατά τον φιλολ. Γερ. Αραβανή), είναι από το αρχ. ρ. μεγαρίζω = ευρισκόμενος στο μέγαρον (ειδικό σπήλαιο προς τιμήν της Δήμητρος και της Κόρης), τελώ λατρεία. Αργότερα για λόγους πολιτικοθρησκευτικούς, επεκράτησε η μειωτική του σημασία…
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα