Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαγαρίλας (ο)

  1. βρομιάρης. Μέγαρα, μάγαρα, δοχεία νυχτός, “κανάτια” μεγαρίτικα (βλ. Παρλαμάς, “Από τη ζωή των λέξεων” Δομός, σελ. 82).
    Διαφορετικά αντιμετωπίζουν τις λέξεις μαγαρίζω, μαγαρισιά τα εν χρήσει λεξικά. Δεν το συνδέουν με τα δοχεία νυχτός, που σε μας είναι τα κανάτια.
  2. Η μάνα μου πάντως χρησιμοποιούσε το μαγαρίλας, προκειμένου για τον πατέρα μου, με την έννοια όχι του βρομιάρη, αλλά του ασεβούς που κατέλυε τη νηστεία.
  3. μαγαρισμένος, αυτός που λαβαίνει μέρος σε τελετές των Μεγάρων (ή μαγάρων, χάσματα με σαπισμένα κρέατα …), είναι εθνικός, δε σέβεται τις διατάξεις της χριστιανικής θρησκείας, καταλύοντας τη νηστεία (βλ. Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Παράρτημα σ. 54). Ο Ανδριώτης λέγει ότι κατά τον Γ. Χατζηδάκι, ΜΝΕ 2, 834, η λέξη προέρχεται από τα μεγαρικά αγγεία. Αυτό που, όπως είδαμε πιο πάνω υποστηρίζει ο Παρλαμάς.
  4. μεγαρισμένα, λέμε και σήμερα στο χωριό τα ποντίκια, επειδή μαγαρίζουν, μολύνουν τα φαγητά. Τότε δεν υπήρχαν ψυγεία και τα αφύλαχτα φαγητά κινδύνευαν από τα μαγαρισμένα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.