μάδε
Μάδε, ἐπίρ. ἀρνητ. § μήτε, οὔτε. Π. ’ς τὴν ἐγκλουβὴ νὰ μὴν διαβῇς, μάδε νὰ μὴν περάσῃς (ᾆσμ. 7ον). Λέγομεν καὶ μάϊδε (ἰδ. ᾆσμα 15ον).
Σημ. Ἐκ τοῦ μήτε (Σύλλ. 1. 4).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μάδε, ἐπίρ. ἀρνητ. § μήτε, οὔτε. Π. ’ς τὴν ἐγκλουβὴ νὰ μὴν διαβῇς, μάδε νὰ μὴν περάσῃς (ᾆσμ. 7ον). Λέγομεν καὶ μάϊδε (ἰδ. ᾆσμα 15ον).
Σημ. Ἐκ τοῦ μήτε (Σύλλ. 1. 4).