λούτσος (ο)
ψάρι, επίμηκες με ρυγχωτό κεφάλι. Είναι από τα μεσαίου μεγέθους ψάρια, νοστιμότατο στη γεύση.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λοῦτσος /ὁ/ (Ἰ. luccio) = ὁ ἰχθῦς σφύραινα ἢ σκαρμός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης