λουτσίζω
περιφέρομαι σε λασπώδη μέρη, ή γυρίζω μεσ’ τη βροχή και μουσκεύω εντελώς.
φράση: “Μπα παιδί μου, που γυρίζεις μεσ΄ τη βροχή; Έγινες λούτσα“.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(ου)τσίζω (Σβ. λούτσα, Άλ. λούτσε -α) = περιπατῶ εἰς βορβορώδη τόπον, ρυπαίνω ἢ ρυπαίνομαι διὰ βορβόρου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης