λούκι (το)
αυλάκι, υδροσωλήνας, αυλάκι στενό σε ξύλο ή μέταλλο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λοῦκι /τὸ/ (Τ. ὀλοὺκ) = ὑδροσωλήν, ἀγωγός, αὔλαξ, δίαυλος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
αυλάκι, υδροσωλήνας, αυλάκι στενό σε ξύλο ή μέταλλο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λοῦκι /τὸ/ (Τ. ὀλοὺκ) = ὑδροσωλήν, ἀγωγός, αὔλαξ, δίαυλος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης