λόντσα 09 Δεκ, 2017 Λ 0 Σχόλια 0 προεξοχή της στέγης μπροστά στο οικήμα, υπόστεγο, προστώο. “λόντσα-λόντσα”: περπατώντας κάτω από τις λόντσες της αγορας της πόλης. βλ. λότζα (η)