λογγώνω
Λογγώνω («λόγγος») = δασοῦμαι, μένω ἀκαλλιέργητος καὶ ἀναπτύσσω θαμνώδη βλάστησιν, εἰσδύω εἰς δάσος ἢ θαμνώδη τόπον πυκνόφυτον.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Λογγώνω («λόγγος») = δασοῦμαι, μένω ἀκαλλιέργητος καὶ ἀναπτύσσω θαμνώδη βλάστησιν, εἰσδύω εἰς δάσος ἢ θαμνώδη τόπον πυκνόφυτον.