λιθαριά (η)
η πετριά, η εκσφενδόνιση πέτρας. Φράση: “Έφαγα μια λιθαριά στο χέρι …” – “Κάτσε καλά, γιατί θα σε βάλω στις λιθαριές”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(ι)θαριὰ /ἡ/ (λίθος -άριον) = ἐκσφενδόνισις λίθου, ρίψις λίθου ἐναντίον στόχου ἰδίᾳ ἐμψύχου, πλῆξις διὰ λίθου. «τὸν ἔβαλε τση λθαριές». «τὤκοψε νιὰ λθαριά».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λιθαριά = χτύπημα μέ λιθάρι, τοῦ πέταξε μιά λιθαριά (τοῦ πέταξε μιά πέτρα).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής