Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λιθαριά (η)

η πετριά, η εκσφενδόνιση πέτρας. Φράση: “Έφαγα μια λιθαριά στο χέρι …” – “Κάτσε καλά, γιατί θα σε βάλω στις λιθαριές”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λ(ι)θαριὰ /ἡ/ (λίθος -άριον) = ἐκσφενδόνισις λίθου, ρίψις λίθου ἐναντίον στόχου ἰδίᾳ ἐμψύχου, πλῆξις διὰ λίθου. «τὸν ἔβαλε τση λθαριές». «τὤκοψε νιὰ λθαριά».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Λιθαριά = χτύπημα μέ λιθάρι, τοῦ πέταξε μιά λιθαριά (τοῦ πέταξε μιά πέτρα).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.