λιρόνι (το)
το αλητόπαιδο, ο ισχνός, το πειραχτήρι.
φράση: “Το λιρόνι της γειτονιάς”.
Το λιρόνι αποτελεί βρισιά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Υβριστικός χαρακτηρισμός. Βρισιά (“παλιόπραμα του κερατά” … λέρα).
Μεσαιωνική λέξη αλλά προέρχεται από το αρχαίο “ολερός” (αντί θολερός), λειρός, λερός, ο ακάθαρτος (ρ. λερώνω). Η κατάληξη -όνι, είναι συνήθης, μεσιωνικά -όνιον (-όνι, όπως κλεφτρόνι, κωθώνι, πρεζόνι …).
Αρχικά το λιρός (λειρός) εσήμαινε ωχρός, μεταγενέστερα όμως, θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος και σήμερα “παλιόπραμα”.
Λιρός -ά -όν στους αρχαίους είναι ο θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος (Δημητράκος).
Υποκοριστικό το λιρόνι.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης