λιοβόρι (το)
νότιος ζεστός άνεμος, που φυσάει συνήθως την άνοιξη και το καλοκαίρι και καταστρέφει την ανθοφορία.
Παροιμ. φράση: “Τ΄ Αλωναριού τα κάματα, τ΄ Αυγούστου τα λιοβόρια”.
Άγγ. Σικελιανός Αλαφρ. : “κι εδίψα περιμένοντας / μια ξαφνική βροχή να ρίξει / στη γη και στην ψυχή / τα κάματα και τα λιοβόρια που είχαν φρύξει.” (στ. 545-48).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λιοβόρι = νότιος, ζεστός ἄνεμος πού φυσάει κατά τήν ἄνοιξη στή νοτιοδυτική Ἑλλάδα καί ἐπιφέρει καταστροφές στήν καρποφορία τῶν δέντρων ὅταν βρίσκονται στήν ἀνθοφορία τους καί προέρχεται ἀπό τή Λιβύη.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής