Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λινοβρόχι (το)

μεγάλος λόμπος τρεχούμενου νερού, δίπλα σε λαγκάδια ή πηγή, φκιαγμένος ή διαμορφωμένος για συγκεκριμένο σκοπό: το βρέξιμο του λιναριού. Μερικοί στα χωριά είχαν δικά τους λινοβρόχια. Οι περισσότεροι όμως έχωναν τα λινάρια τους σε κοινά λινοβρόχια. Εκεί έριχναν τα δεμάτια του λιναριού και τα πλάκωναν με πέτρες, για να μη βγουν στην επιφάνεια. Μετά από 15 μέρες τα ΄βγαζαν και τα έλιαζαν.
τοπωνύμιο: στα Λινοβρόχια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.