Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λιλί (το)

  1. τα μικροπράγματα που κρεμούν στη κούνια του μωρού (αθύρματα). “Παίζει με τα λιλιά του”.
  2. μεταφορικά: τα ψεύτικα στολίδια, παράσημα, μετάλλια κλπ που κρεμούν μερικοί στο στήθος τους. “Έβαλες τα λιλιά σου βλέπω¨.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.