λιγερή 02 Νοέ, 2017 Λ 0 Σχόλια 0 Λιγερὴ § ὡραία. Μιὰ λιγερὴ διαζόντανε νὰ ’φάνῃ τὸ πανίτση. (ᾎσμ. 17ον). Σημ. Αὐτὸ τὸ ἀρχαῖον λιγυρὸς (Σύλλ. 30). Ἡ λ. εὔχρ. παρὰ τοῖς χωρικοῖς.