Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ληγάτο (το) λιγάτο

προίκα που δίνεται εγγράφως, με το λεγόμενο ληγαροχάρτι, στη μέλλουσα να νυμφευθεί κόρη. Σε καταγραφή του 1750, Νο 175 (Vadimonio) χωριό Βαυκερή: “Εμίς κριταί τις μικρίς κρίσεως αγίας μάβρας επήγαμε ηστό σπήτι, όθεν κατικί η άνοθεν αφέντρα δηα να τις ξετιμόσομε το ληγάτο τις και χαρίσματα της” (βλ. “Ο λευκαδίτικος γάμος” Π.Κ.). Άγγελος Σικελιανός : “για να περάσω / της ιδέας μου νύφης τα λιγάτα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λ(η)γᾶτο /τὸ/ (Λ. legatum) = προὶξ μελλονύμφου κόρης.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Λιγάτο. Η προίκα. Από το ιταλικό legato, κληροδότημα. Οι Λάζαρης και Κοντομίχης έχουν ληγάτο με -η- και είναι το σωστό, γιατί η “Σούδα” έχει “το εν διαθήκαις λιμπανόμενον” (Δημητράκος).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Ληγάτα = προικιά, ὁ παντοειδής ρουχισμός τῆς νύφης.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


 Λιγάτο, το: = η συλλογή της προίκας. Αρχ. ρ. συν+λέγω = συνάγω, «μαζεύω», συλλέγω δι’ εμαυτόν, εκ της ρίζας λεγ- εκ της οποίας και τα λεκ-τός, λογ-άς, κατα-λέγ-ω, συλ-λογ-ή, εκ-λογ-ή, λατ. lego). Η λογία είναι η συλλογή (συνεισφορά) για τους μη έχοντες, τους φτωχούς. (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ι. Σταματάκου).

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα


βλ. και λεγάτο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.