Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λιχνίζω

ξεχωρίζω τον καρπό από το άχυρο, με το κορπολόι, μετά το ανέμισμα με δικριάνια.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Λιχνίζω § καθαρίζω τὸν σῖτον ἐν τῇ ἅλῳ χωρίζων αὐτὸν τῶν ἀχύρων. Ἡ ἐργασία αὕτη γίνεται ἢ διὰ σαρώθρων κατασκευαζομένων ἐκ τῆς ἀκάνθης, ἥτις καλεῖται χάλι (τὸ)  καὶ πληθ. χαλιά, ἢ ῥίπτουσιν αὐτὸν ὑψηλὰ καὶ καθαρίζεται ὑπὸ τοῦ ἀνέμου καὶ τότε ἡ ἐρασία αὕτη καλεῖται ἀνεμίζω. § λιχνίζει, λέγομεν, καὶ ἡ θάλασσα, ὄταν σφοδρὸς ἄνεμος ἀναρριπίζῃ ἐξ αὐτῆς ψεκάδας ἀφροῦ ἢ ὕδατος. § ὡσαύτως λιχνίζει, λέγομεν, καὶ τὸ ἄλευρον, ὅταν, σηθομένου, μετεωρίζεται ἐξ αὐτοῦ λεπτοτάκη κόνις.

Σημ. Ἡ λ. εἶνε ἀρχαιοτάτη διασωθεῖσα ἀλώβητος κατά τε τὸν σχηματισμὸν καὶ τὴν σημασίαν.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.