λιχνίζω
ξεχωρίζω τον καρπό από το άχυρο, με το κορπολόι, μετά το ανέμισμα με δικριάνια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λιχνίζω § καθαρίζω τὸν σῖτον ἐν τῇ ἅλῳ χωρίζων αὐτὸν τῶν ἀχύρων. Ἡ ἐργασία αὕτη γίνεται ἢ διὰ σαρώθρων κατασκευαζομένων ἐκ τῆς ἀκάνθης, ἥτις καλεῖται χάλι (τὸ) καὶ πληθ. χαλιά, ἢ ῥίπτουσιν αὐτὸν ὑψηλὰ καὶ καθαρίζεται ὑπὸ τοῦ ἀνέμου καὶ τότε ἡ ἐρασία αὕτη καλεῖται ἀνεμίζω. § λιχνίζει, λέγομεν, καὶ ἡ θάλασσα, ὄταν σφοδρὸς ἄνεμος ἀναρριπίζῃ ἐξ αὐτῆς ψεκάδας ἀφροῦ ἢ ὕδατος. § ὡσαύτως λιχνίζει, λέγομεν, καὶ τὸ ἄλευρον, ὅταν, σηθομένου, μετεωρίζεται ἐξ αὐτοῦ λεπτοτάκη κόνις.
Σημ. Ἡ λ. εἶνε ἀρχαιοτάτη διασωθεῖσα ἀλώβητος κατά τε τὸν σχηματισμὸν καὶ τὴν σημασίαν.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου