Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Λη (επιρρ.)

λέξη άγνωστης σημασίας και προέλευσης. Χρησιμοποιείται σε μερικά παιδικά παιχνίδια, όπου ένας παίχτης βγαίνει έξω από τον κύκλο του παιγνιδιού και του λένε “κάτσε λη” ή “είμαι λη”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λῆ (ληίς, Τ. λῆ) = προσκαίρως ἀμέτοχος τῆς παιδιᾶς, ἐν προσωρινῇ διαθεσιμότητι, πίσω ἀπ᾿ τὴ γραμμὴ τῶν παιζόντων. «μένω λῆ».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.