λάκκος 02 Φεβ, 2017 Λ 0 Σχόλια 0 Λάκκος /ὁ/ = λάκκος, ὄρυγμα, τάφος. «τὸν ἐβάλανε στὸ λάκκο», «ἀνάθεμα τὀ λάκκο του».