Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λαγουδιά (η)

  1. Η φωλιά του λαγού
  2. Μικρό κλαρί ευλύγιστο απαλλαγμένο από φύλλα και από ρόζους, που το χρησιμοποιούν στο κυνήγι των λαγών, άλλως βίτσα ή λαγουδέρα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λαγ(ου)διἀ /ἡ/ (λύγος -ειδἠς) = εὔκαμπτος ράβδος, κλαδίσκος καθαρισμένος ἀπὸ τὰς παραφύσεις.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.