κρηάς ή κρηάσι (το)
το κρέας.
φράση: “Σεπάσου γιατί φαίνεται το κρηάσι σου”.
Σε παλιό γιατροσόφι “χειρούργου” διαβάζομε: “Και ωσάν ξεκολήσω το κρηάς από το κόκκαλον, ευθύς βάνω απάνω εις το κόκκαλο ολίγο ξαντό στεγνό και από πάνου βάνω μακαρούνια από ξαντό μουσκεμένα εις το ασπράδι του αυγού …”
Σε χργρφ ονειροκρίτη από χωριό της Λευκάδας, βλέπομε: “κρέας αν τρώγεις ή ψηλαφάς γυναίκα, κέρδος απροσδόκητου εις εσέ” – “βοός κρέας εσθ΄θων λύπης και κακών πρόξενον (Το νοικοκυριό του χωριάτικου σπιτιού, σελ 294).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κρηὰς /τὸ/ = κρέας, σάρκα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης