κρεδέρομαι
έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, τον εμπιστεύομαι.
“Δε σε κρεδέομαι ο,τι κι αν μου λες” – “Δε με κρεδέρεσαι; και για ποιον λόγο;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κρεδέρομαι (Ἰ. credere) = ἐμπιστεύομαι, βασίζομαι, ἐφησυχάζω ἐπί τινι. «δὲ σὲ κρεδέρομαι».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Συνήθως αρνητικά, δε σε κρεδέρομαι (εμπιστεύομαι). Είναι το ιταλικό, credere.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Κρεδέρομαι = αποδέχομαι πλήρως την κρίση κάποιου, εμπιστεύομαι την κρίση του (κρίσις + δέχομαι), (Λατ. credere = πιστεύω).
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα