Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κρεδέντσα (η)

εμπιστοσύνη, έγγραφη βεβαίωση, τ αξιόπιστο. “Δεν το ΄χω καμιά κρεδέντσα”. – “Δεν είναι για κρεδέντσα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κρεδέντσα /ἡ/ (Ἰ. credenza) = ἐμπιστοσύνη, πίστωσις, ἔγγραφος βεβαίωσις. «δὲν τὤχω κρεδέντσα».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.