κουτσουκέλλα (η)
πράξη ανάρμοστη, καταδικαστέα, κρυφή, κατεργαριά, προσβολή.
φράσεις: “Μη μου κάνεις κουτσουκέλλες” – “Το κορίτσι, φαίνεται, μου κάνει κουτσουκέλλες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κουτσ(ου)κέλλα /ἡ/ (κόπτω-κυλλόω, εἴκελος) = πρᾶξις λαθραία, ἀνάρμοστος καὶ ἐπίμεμπτος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κουτσ(ου)κέλα, η: (κουτσός + κέλης = ίππος ιππασίας). Μεταφορικά η μη επαρκής εκφορά του λόγου, η ανοησία. Ο ίππος, το άλογο, κατείχε σημαίνουσα θέση στην εκφορά του λόγου των Λευκαδιτών με μεταφορική έννοια: «κουτσάλογο», «κουφάλογο», «π(ου)λάρ’ = πουλάρι», «αλογομούρης», κ.λ.π.
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα