κουτσό …
μπαίνει ως πρώτο συνθετικό σε μια σειρά από πολυσυνηθισμένων λέξεων: κουτσιβλέπω, κουτσοδόντης, κουτσομάχαιρο, κουτσοσούγης, κουτσομύτης, κουτσαύτης, κουτσομάνικος κ.λπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοῦτσο (κόπτω, κοψὸς) = πρῶτον συνθετικὸν πλείστων λέξεων σημαῖνον βλάβην, ἀναπηρίαν, ἔλλειψιν, παλαιότητα (κούτσακλας, κουτσοδόντης, κουτσοβιόλης, κουτσομάχαιρο, κουτσοκούμπουρο, κουτσοσούγης κ.τ.ὅ.).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης