κούτσαυλος -αύλω 01 Φεβ, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κούτσαυλος -αύλω (κόπτω, αὐλὸς) = ἀνάπηρος τὸ σκέλος, χωλός, κουτσός.