κούτρ(ου)λος -η -ο 31 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κούτρ(ου)λος -η -ο (Λ. contrunco) = κολοβωμένος, ἀνάπηρος: «κούτρουλος κουβάρι».