Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κουτλός -ή -ό

ο ανάπηρος που έχει κομμένο το ένα ή και τα δύο χέρια.
μτφ.: “Κουτλός είσαι και δεν μπορείς να το κρατήσεις;”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κουτλὸς -ὴ -ὸ (κοτύλη, κυλλὸς) = ὁ ἀνάπηρος τὸν βραχίονα, ὁ ἔχων ἀγκύλωσιν ἢ ἀκρωτηριασμὸν τῆς χειρός.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.