κουτελίτ(η)ς
Κουτελίτ(η)ς /ὁ/ (κοττὶς) = δυνατὸ κρασὶ ποὺ ζαλίζει ἢ προκαλεῖ πονοκέφαλον, σταφιδίτης.
κουτελίτης / κουτελίτς
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κουτελίτ(η)ς /ὁ/ (κοττὶς) = δυνατὸ κρασὶ ποὺ ζαλίζει ἢ προκαλεῖ πονοκέφαλον, σταφιδίτης.
κουτελίτης / κουτελίτς