κουρβέλω (η)
η μικρή κούρβα, η μικρή ζωηρή κοπέλα. “Είσαι συ μια κουρβέλω!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κουρβέλω /ἡ/ μικρὴ «κοῦρβα» (β. λ.).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
η μικρή κούρβα, η μικρή ζωηρή κοπέλα. “Είσαι συ μια κουρβέλω!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κουρβέλω /ἡ/ μικρὴ «κοῦρβα» (β. λ.).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης