Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κούρβα (η)

η γυναίκα ελευθέρων ηθών, η απαίσια, η ξεδιάντροπη κ.λπ.
Δημ. τραγ.: “Ασ΄τηνε, παιδί μ΄, την κούρβα κι ας περάσει και ας διαβεί / Έχω εγώ δίχτυα στημένα να την πιάσω κι αυτή”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κούρβα /ἡ/ (Σ. κούρbα, Ἀλ. κούρbε -α) = κακόψυχος, ἀπαισία, πόρνη.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Η λέξη σχετίζεται με το κουρβλιάζω. Δεν είναι καρσάνικη, ούτε καν λευκαδίτικη, αλλά χρησιμοποιείται από τους παλιούς ευρύτατα.

Σε μας είναι βρισιά, γιατί σημαίνει την κακοήθη γυναίκα, την πόρνη. “μωρή κούρβα …”

Τη βρίσκουμε και στα δημ. τραγούδια. Στο συγκλονιστικό τραγούδι (παραλλαγή) με τίτλο:” Η μάνα η φόνισσα”, έχουμε τους στίχους: “΄Λεθε μύλο μου, άλεθε, κακής κούρβας κεφάλη / κάνε τ΄ αλεύρι κόκκινο και την πασπάλη μαύρη”.

Είναι λατινική (και μεσαιωνική) curva.

Ο Κριαράς στο λεξικό του τη μεσαιωνικής και ελληνική δημώδους γραμματείας, τη θεωρεί πιθανότατα σλαβογενή και όπως λέει θα μπορούσε ίσως να συσχτισθεί με το αλβανικό kurva.

Ο Λάζαρης την πηγαίνει στα σέρβικα και τα Αλβανικά. Είναι πάντως λατινικής προελεύσεως.

Το κυρτός κολλάει με την πόρνη (κούρβα) λόγω … σχήματος. Παλιά τουλάχιστον, γιατί σήμερα κι αυτές οι κακόφημες γυναίκες άλλαξαν … σχήμα.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.