Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κουρούνης (ο)

  1. αρσενικό του κουρούνα = άτυχος, ταλαίπωρος, άθλιος
  2. κρούνης = ο τελευταίος στο παιγνίδι, ή στη σειρά ή όπου αλλού.
    φράσεις: “Είμαι κρούνης να παίξω” – “Παίζω κρούνης” – “Είναι κρούνης στην τάξη του” – “εβγήκα κρούνης”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κ(ου)ρούνης -α (κορώνη) = ὁ ἔχων τὴν τύχην ἢ τὴν διάθεσιν μαύρην ὡς ἡ κουροῦνα, ἀτυχής, ταλαίπωρος, πτωχός. βλ. κουρούνας

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κουρούνης § δύστυχος, ταλαίπωρος. Π. τί ἔπαθεν ὁ κουρούνης; ὢ τὸν κουρούνη!

Σημ. Ἐκ τοῦ κορώνη ἢ μᾶλλον ἐκ τοῦ ἐπιθ. κορωνίς, σημ. τὸν κυρτόν, τὸν κεκυφότα.

Βυζ. παραλ. τὴν λ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

βλ. και κούρναρος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.