Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοτσάνι (το)

ο ξυλώδης μίσχος καρπών και λουλουδιών. ‘Έφαγε τ΄ απίδια με το κοτσάνι”.
φράση: “κοτσάνι η ουρά του”, για ζώο που ψόφησε.
μτφ.: αποτυχία. “Ναι … κοτσάνι η ουρά του”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κοτσάνι /τὸ/ (κόπτω, κοψὸς) = μίσχος, ὀστοῦν, πτῶμα, ἀμέριμνος, εὐζωΐα: «τὴν περνάει κοτσάνι».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.