κοτοφώλος (ο)
αυτός που ασχολείται με τις κότες και τα φώλια τους.
μτφ.: εκείνος που δε βγαίνει πολύ έξω και ασχολείται με το σπίτι κι ακούει τα κουτσομπολιά των γυναικών, ο λεγόμενος γυναικοτσούλης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Έτσι σε μας χαρακτηρίζεται ο “γυναικοτσούλης” που σαν κότα κάθεται στο φώλι, στο σπίτι, ακοινώνητος, παρέα με γειτόνισσες.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης