Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοτέλ(ι)

Κοτέλ(ι):  /τὸ/ (κόττος, κοττυλοιός, Ἰ. coda-ale) = παρασιτικὸς καὶ ὀχληρὸς ἀκόλουθος.   Κοτέλι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.