κορτοκεφαλίτσα 29 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κορτοκεφαλίτσα /ἡ/ (κυρτὸς-κεφαλὴ) = κυβίστημα, τοῦμπα. βλ. κορδοκεφαλίτσα