κόρσο (το)
η πορεία, ο χρόνος, ο δρόμος πόλεως, η κούρσα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κόρσο /τὸ/ (Ἰ. corso) = διαδρομή, πορεία, χρονικὴ διάρκεια.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
η πορεία, ο χρόνος, ο δρόμος πόλεως, η κούρσα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κόρσο /τὸ/ (Ἰ. corso) = διαδρομή, πορεία, χρονικὴ διάρκεια.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης