κορσέβα (η)
σύμπραξη οικονομική μεταξύ ψαράδων, αλιευτική επιχείρηση.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κορσέβα /ἡ/ (Ἰ. crescevole) = ἀπὸ κοινοῦ διεξαγωγὴ ἐπικερδοῦς ἐργασίας ἢ ἐπιχειρήσεως (ἰδίᾳ ἁλιευτικῆς).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης