Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κορσέβα (η)

σύμπραξη οικονομική μεταξύ ψαράδων, αλιευτική επιχείρηση.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κορσέβα /ἡ/ (Ἰ. crescevole) = ἀπὸ κοινοῦ διεξαγωγὴ ἐπικερδοῦς ἐργασίας ἢ ἐπιχειρήσεως (ἰδίᾳ ἁλιευτικῆς).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.