Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κόρνια

κούρνια είναι η φωλιά που κοιμούνται οι κότες, τα πουλιά γενικότερα. Δεν είμαστε σίγουροι για την προέλευση (ετυμολογία) της λέξης. Πιθανόν από την κουρούνα ή (το πιθανότερο) από το ουσιαστικό κούρνια, την κοίτη (κρεβάτι από πρόχειρα υλικά, ξύλα, καλάμια) των πουλιών στο κοτέτσι. Άσχετο το κουρνιαχτός, από το αρχαίο κονιορτό ( η σκόνη).
Τέλος άλλο η κόρνα (ιταλική λέξη) με την παλιά και σύγχρονη (κλάξον) σημασία, όπως και το κόρνο, μουσικό όργανο, που σε μας θυμίζει (και παραπέμπει) στους γραφικούς παλιούς γειτονικούς φούρνους του χωριού. Και επίθετο Κουρνιάς.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Κόρνια § τόπος, ὅπου αἱ ὄρνιθες ἡσυχάζουσι· λέγομεν προσέτι καὶ κούρνια, ἐξ οὗ τὸ ῥῆμα κορνιάζω καὶ κουρνιάζω.

Σημ. Ἐκ τοῦ ὄρνιος (= ὀρνιθεῖον) πλενοασμῷ τοῦ κ κατὰ τὰ ἀρχαῖα καῦρος, κολόφρυξ, ἀντὶ αὖρος, ὁλόφρυξ. (Μ. Ἐτυμολ. καὶ Ὡρ. Ἐν λ.) ὁ Αἰνιὰν γρ. κούρνη (Ἀθην. σ. 16).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.