Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κορκάλι (το)

  1. ποικιλία μικρών κρεμμυδιών για φύτεμα.
  2. το τριζόνι, ο γρύλος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κορκάλι /τὸ/ (κροκάλη) = ποσότης μικρῶν κρομμύων πρὸς μεταφύτευσιν, κορκάρι. (ἠχητ.) = γρύλλος, τριζόνι, κριτσόνι.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Από το κοκκάρι, με την έννοια πληθυντικού, μικροί βολβοί κρεμμυδιού, που προορίζονται για φύτευμα. Η λέξη από το κόκκος, καρπός ελάχιστου μεγέθους. είναι λοιπόν, όπως λέμε στη γραμματική, υποκοριστικό του κόκκος, κοκκάρι, κορκάλι. Ο Λάζαρης το καταγράφει ως κροκάλι. Ο Μπαμπινιώτης, κοκκάρι, μεταγενέστερον κοκκάριον, υποκοριστικό του αρχαίου κόκκος(ηχητικά ανάλογο και το ποκκάρι, υποκοριστικό του αρχαίου πόκος, το μαλλί προβάτου-κουβάρι).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Κορκάλι = κοκκάρι (τό).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.